- βραχυπόρος
- -ον (Α)1. (για πτηνά) όποιος διαγράφει σύντομη τροχιά2. φρ. «βραχυπόρος εἴσπλους» — με στενό πέρασμα ή στενή είσοδο.[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + -πόρος < πόρος «πέρασμα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βραχυπορωτέραις — βραχύπορος fem dat comp pl βραχυπορωτέρᾱͅς , βραχύπορος fem dat comp pl (attic) βραχυπόρος with a short orbit fem dat comp pl βραχυπορωτέρᾱͅς , βραχυπόρος with a short orbit fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυπορωτέρων — βραχύπορος fem gen comp pl βραχύπορος masc/neut gen comp pl βραχυπόρος with a short orbit fem gen comp pl βραχυπόρος with a short orbit masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυπορώτερα — βραχύπορος neut nom/voc/acc comp pl βραχυπόρος with a short orbit neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυπορώτεροι — βραχύπορος masc nom/voc comp pl βραχυπόρος with a short orbit masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυπόρους — βραχύπορος masc/fem acc pl βραχυπόρος with a short orbit masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυπόρων — βραχύπορος masc/fem/neut gen pl βραχυπόρος with a short orbit masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυπόροι — βραχυπόρος with a short orbit masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχύποροι — βραχύπορος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυπορωτέρα — βραχυπορωτέρᾱ , βραχύπορος fem nom/voc/acc comp dual βραχυπορωτέρᾱ , βραχύπορος fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) βραχυπορωτέρᾱ , βραχυπόρος with a short orbit fem nom/voc/acc comp dual βραχυπορωτέρᾱ , βραχυπόρος with a short orbit fem … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς. Πρώτο συνθετικό λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την σε όγκο, μήκος, έκταση ή ποσό βραχύτητα. Πρβλ. βραχυδάκτυλος, βραχυκέφαλος, βραχύπτερος, βραχυσκελής αρχ. βραχύλογος και βραχυλόγος,… … Dictionary of Greek